- ουρούμπου
- τοζωολ. κοινή ονομασία μικρόσωμου γύπα τής τροπικής Αμερικής τού είδους Coragyps atratus.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… … Dictionary of Greek
καθαρτίδες — (Cathartidae). Οικογένεια γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τους γυπίδες του Νέου Κόσμου (κόνδωρ, καθάρτης, σαρκόραμφος), που ζουν στην Kεντρική και στη Νότια Αμερική. Γεννούν συνήθως δύο αβγά μέσα σε σαπισμένους κορμούς, σε… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek